εξαπλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαπλός η εξαπλή το εξαπλό
      γενική του εξαπλού της εξαπλής του εξαπλού
    αιτιατική τον εξαπλό την εξαπλή το εξαπλό
     κλητική εξαπλέ εξαπλή εξαπλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαπλοί οι εξαπλές τα εξαπλά
      γενική των εξαπλών των εξαπλών των εξαπλών
    αιτιατική τους εξαπλούς τις εξαπλές τα εξαπλά
     κλητική εξαπλοί εξαπλές εξαπλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαπλός < αρχαία ελληνική ἑξαπλοῦς, μορφολογικά αναλύεται εξα- + -πλός

Επίθετο

εξαπλός, -ή, -ό

  1. πολλαπλασιαστικό αριθμητικό επίθετο
    1. που αποτελείται από έξι όμοια τμήματα ή φάσεις
    2. που εμφανίζεται με έξι διαφορετικές μορφές
  2. εξαπλάσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.