εξαπλασιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαπλασιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εξαπλασιάζω

  1. καθιστώ μια ποσότητα έξι φορές μεγαλύτερη
  2. πολλαπλασιάζω έναν αριθμό επί έξι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.