εξανεμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξανεμισμένος η εξανεμισμένη το εξανεμισμένο
      γενική του εξανεμισμένου της εξανεμισμένης του εξανεμισμένου
    αιτιατική τον εξανεμισμένο την εξανεμισμένη το εξανεμισμένο
     κλητική εξανεμισμένε εξανεμισμένη εξανεμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξανεμισμένοι οι εξανεμισμένες τα εξανεμισμένα
      γενική των εξανεμισμένων των εξανεμισμένων των εξανεμισμένων
    αιτιατική τους εξανεμισμένους τις εξανεμισμένες τα εξανεμισμένα
     κλητική εξανεμισμένοι εξανεμισμένες εξανεμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξανεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξανεμίζω

Μετοχή

εξανεμισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εξανεμίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.