εξανάσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξανάσταση οι εξαναστάσεις
      γενική της εξανάστασης* των εξαναστάσεων
    αιτιατική την εξανάσταση τις εξαναστάσεις
     κλητική εξανάσταση εξαναστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαναστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξανάσταση < ελληνιστική κοινή ἐξανάστασις < αρχαία ελληνική ἐξανίστημι < ἐξ + ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι

Ουσιαστικό

εξανάσταση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.