εξαμηνιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

εξαμηνιαίο

  1. εξαμηνιαίος, στην αιτιατική του ενικού

εξαμηνιαίο, ουδέτερο του εξαμηνιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.