εξαμβλωματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαμβλωματικός η εξαμβλωματική το εξαμβλωματικό
      γενική του εξαμβλωματικού της εξαμβλωματικής του εξαμβλωματικού
    αιτιατική τον εξαμβλωματικό την εξαμβλωματική το εξαμβλωματικό
     κλητική εξαμβλωματικέ εξαμβλωματική εξαμβλωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαμβλωματικοί οι εξαμβλωματικές τα εξαμβλωματικά
      γενική των εξαμβλωματικών των εξαμβλωματικών των εξαμβλωματικών
    αιτιατική τους εξαμβλωματικούς τις εξαμβλωματικές τα εξαμβλωματικά
     κλητική εξαμβλωματικοί εξαμβλωματικές εξαμβλωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαμβλωματικός < εξάμβλωμα + -τικός

Επίθετο

εξαμβλωματικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που μοιάζει με εξάμβλωμα
  2. (μεταφορικά) που τρομάζει με την εμφάνισή του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.