εξαεριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαεριστικός η εξαεριστική το εξαεριστικό
      γενική του εξαεριστικού της εξαεριστικής του εξαεριστικού
    αιτιατική τον εξαεριστικό την εξαεριστική το εξαεριστικό
     κλητική εξαεριστικέ εξαεριστική εξαεριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαεριστικοί οι εξαεριστικές τα εξαεριστικά
      γενική των εξαεριστικών των εξαεριστικών των εξαεριστικών
    αιτιατική τους εξαεριστικούς τις εξαεριστικές τα εξαεριστικά
     κλητική εξαεριστικοί εξαεριστικές εξαεριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαεριστικός < εξαερίζω (εξαερισ-) + -τικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.e.ɾi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαεριστικός

Επίθετο

εξαεριστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.