εξαερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξαερίζω < εξ- + αερίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική αερίζω). Διαφορετική η σημασία του μεσαιωνικού ἐξαερίζω (εξατμίζω) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.eˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐ε‐ρί‐ζω
Ρήμα
εξαερίζω, αόρ.: εξαέρισα, παθ.φωνή: εξαερίζομαι, π.αόρ.: εξαερίστηκα, μτχ.π.π.: εξαερισμένος
Συγγενικά
- εξαερισμένος
- εξαερισμός
- εξαεριστήρας
- εξαεριστής
- εξαεριστικός
- εξαεριώνω & συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη αερίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξαερίζω | εξαέριζα | θα εξαερίζω | να εξαερίζω | εξαερίζοντας | |
| β' ενικ. | εξαερίζεις | εξαέριζες | θα εξαερίζεις | να εξαερίζεις | εξαέριζε | |
| γ' ενικ. | εξαερίζει | εξαέριζε | θα εξαερίζει | να εξαερίζει | ||
| α' πληθ. | εξαερίζουμε | εξαερίζαμε | θα εξαερίζουμε | να εξαερίζουμε | ||
| β' πληθ. | εξαερίζετε | εξαερίζατε | θα εξαερίζετε | να εξαερίζετε | εξαερίζετε | |
| γ' πληθ. | εξαερίζουν(ε) | εξαέριζαν εξαερίζαν(ε) |
θα εξαερίζουν(ε) | να εξαερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξαέρισα | θα εξαερίσω | να εξαερίσω | εξαερίσει | ||
| β' ενικ. | εξαέρισες | θα εξαερίσεις | να εξαερίσεις | εξαέρισε | ||
| γ' ενικ. | εξαέρισε | θα εξαερίσει | να εξαερίσει | |||
| α' πληθ. | εξαερίσαμε | θα εξαερίσουμε | να εξαερίσουμε | |||
| β' πληθ. | εξαερίσατε | θα εξαερίσετε | να εξαερίσετε | εξαερίστε | ||
| γ' πληθ. | εξαέρισαν εξαερίσαν(ε) |
θα εξαερίσουν(ε) | να εξαερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξαερίσει | είχα εξαερίσει | θα έχω εξαερίσει | να έχω εξαερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξαερίσει | είχες εξαερίσει | θα έχεις εξαερίσει | να έχεις εξαερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξαερίσει | είχε εξαερίσει | θα έχει εξαερίσει | να έχει εξαερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξαερίσει | είχαμε εξαερίσει | θα έχουμε εξαερίσει | να έχουμε εξαερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξαερίσει | είχατε εξαερίσει | θα έχετε εξαερίσει | να έχετε εξαερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξαερίσει | είχαν εξαερίσει | θα έχουν εξαερίσει | να έχουν εξαερίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξαερίζομαι | εξαεριζόμουν(α) | θα εξαερίζομαι | να εξαερίζομαι | εξαεριζόμενος | |
| β' ενικ. | εξαερίζεσαι | εξαεριζόσουν(α) | θα εξαερίζεσαι | να εξαερίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εξαερίζεται | εξαεριζόταν(ε) | θα εξαερίζεται | να εξαερίζεται | ||
| α' πληθ. | εξαεριζόμαστε | εξαεριζόμαστε εξαεριζόμασταν |
θα εξαεριζόμαστε | να εξαεριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξαερίζεστε | εξαεριζόσαστε εξαεριζόσασταν |
θα εξαερίζεστε | να εξαερίζεστε | (εξαερίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εξαερίζονται | εξαερίζονταν εξαεριζόντουσαν |
θα εξαερίζονται | να εξαερίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξαερίστηκα | θα εξαεριστώ | να εξαεριστώ | εξαεριστεί | ||
| β' ενικ. | εξαερίστηκες | θα εξαεριστείς | να εξαεριστείς | εξαερίσου | ||
| γ' ενικ. | εξαερίστηκε | θα εξαεριστεί | να εξαεριστεί | |||
| α' πληθ. | εξαεριστήκαμε | θα εξαεριστούμε | να εξαεριστούμε | |||
| β' πληθ. | εξαεριστήκατε | θα εξαεριστείτε | να εξαεριστείτε | εξαεριστείτε | ||
| γ' πληθ. | εξαερίστηκαν εξαεριστήκαν(ε) |
θα εξαεριστούν(ε) | να εξαεριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξαεριστεί | είχα εξαεριστεί | θα έχω εξαεριστεί | να έχω εξαεριστεί | εξαερισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξαεριστεί | είχες εξαεριστεί | θα έχεις εξαεριστεί | να έχεις εξαεριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξαεριστεί | είχε εξαεριστεί | θα έχει εξαεριστεί | να έχει εξαεριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξαεριστεί | είχαμε εξαεριστεί | θα έχουμε εξαεριστεί | να έχουμε εξαεριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξαεριστεί | είχατε εξαεριστεί | θα έχετε εξαεριστεί | να έχετε εξαεριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξαεριστεί | είχαν εξαεριστεί | θα έχουν εξαεριστεί | να έχουν εξαεριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξαερισμένος - είμαστε, είστε, είναι εξαερισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξαερισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξαερισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξαερισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξαερισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξαερισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξαερισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
εξαερίζω
|
|
- εξαερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.