εξαερίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαερίζω < εξ- + αερίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική αερίζω). Διαφορετική η σημασία του μεσαιωνικού ἐξαερίζω (εξατμίζω) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.eˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαερίζω

Ρήμα

εξαερίζω, αόρ.: εξαέρισα, παθ.φωνή: εξαερίζομαι, π.αόρ.: εξαερίστηκα, μτχ.π.π.: εξαερισμένος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αερίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.