εξαερισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαερισμένος | η | εξαερισμένη | το | εξαερισμένο |
| γενική | του | εξαερισμένου | της | εξαερισμένης | του | εξαερισμένου |
| αιτιατική | τον | εξαερισμένο | την | εξαερισμένη | το | εξαερισμένο |
| κλητική | εξαερισμένε | εξαερισμένη | εξαερισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαερισμένοι | οι | εξαερισμένες | τα | εξαερισμένα |
| γενική | των | εξαερισμένων | των | εξαερισμένων | των | εξαερισμένων |
| αιτιατική | τους | εξαερισμένους | τις | εξαερισμένες | τα | εξαερισμένα |
| κλητική | εξαερισμένοι | εξαερισμένες | εξαερισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαερίζω
Μεταφράσεις
εξαερισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.