εξαγγελμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγγελμένος η εξαγγελμένη το εξαγγελμένο
      γενική του εξαγγελμένου της εξαγγελμένης του εξαγγελμένου
    αιτιατική τον εξαγγελμένο την εξαγγελμένη το εξαγγελμένο
     κλητική εξαγγελμένε εξαγγελμένη εξαγγελμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγγελμένοι οι εξαγγελμένες τα εξαγγελμένα
      γενική των εξαγγελμένων των εξαγγελμένων των εξαγγελμένων
    αιτιατική τους εξαγγελμένους τις εξαγγελμένες τα εξαγγελμένα
     κλητική εξαγγελμένοι εξαγγελμένες εξαγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

εξαγγελμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.