εξαγγέλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
εξαγγέλλω
- ανακοινώνω επίσημα και δημόσια, κάποιες κινήσεις, σχέδια, προγράμματα που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον
- η κυβέρνηση εξήγγειλε φορολογικές ελαφρύνσεις
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.