ἐξαμβλόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐξαμβλόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐξαμβλόω
- (ιατρική) προκαλώ έκτρωση
- (ιατρική) (για εγκύους) αποβάλλω
- (μεταφορικά) κάνω κάτι χωρίς τέλος ή που είναι μάταιο
- (κατ’ επέκταση) διαφθείρω
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.