ἐξαμβλόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξαμβλόω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἐξαμβλόω

  1. (ιατρική) προκαλώ έκτρωση
  2. (ιατρική) (για εγκύους) αποβάλλω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι χωρίς τέλος ή που είναι μάταιο
  4. (κατ’ επέκταση) διαφθείρω

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.