ἀμβλόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀμβλόω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀμβλόω / ἀμβλῶ, μέση φωνή: ἀμβλόομαι

  1. (ιατρική) προκαλώ άμβλωση, αποβολή
  2. (ιατρική) (για γυναίκα) αποβάλλω κατά την κύηση
  3. (μεταφορικά) χαλάω, καταστρέφομαι
      4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Περί ζώων γενέσεως, (4.4) @scaife.perseus
    οὐθὲν γὰρ διαφέρει τοῦτο λέγειν ἐπὶ τῶν μορίων ἢ ἐπὶ τοῦ ὅλου, δι᾽ ἣν αἰτίαν γίνεται τὸ μὲν θῆλυ τὸ δ᾽ ἄρρεν. ὅσα δ᾽ ἐλλείποντα γίνεται τῶν τοιούτων μορίων, οἷον ἀκρωτηρίου τινὸς ἢ τῶν ἄλλων μελῶν, τὴν αὐτὴν δεῖ νομίζειν αἰτίαν, ὅμοιον γάρ, κἂν ὅλως τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ. ἀμβλώσεις δὲ γίνονται πολλαὶ τῶν κυημάτων. διαφέρουσι δ᾽ αἱ μὲν παραφύσεις τῆς πολυτοκίας τὸν εἰρημένον τρόπον, τὰ δὲ τέρατα τούτων τῷ πολλὰ εἶναι αὐτῶν σύμφυσιν. ἔνια δὲ καὶ τοῦτον τὸν τρόπον, ἐὰν ἐπὶ μειζόνων γένωνται καὶ κυριωτέρων μορίων, οἷον ἔνια ἔχει δύο σπλῆνας καὶ πλείους νεφρούς.
    λείπει η μετάφραση

  • ἀμβλίσκω, ἀμβλώσκω, ἀβλύσκω
  • ἀμβλώσσω
  • ἀμβλώω

Συγγενικά

  • ἄμβλωμα
  • ἀμβλωπής
  • ἀμβλωθρίδιον
  • ἀμβλωτήριον
  • ἀμβλωτικός
  • ἀμβλώσιμος
  • ἐξαμβλόω

 και δείτε τη λέξη ἀμβλύς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.