insight
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| insight | insights |
Ουσιαστικό
insight (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) βαθιά και ακριβής γνώση, η εικόνα, η κατανόηση του πώς είναι κάτι
- ↪ new scientific insights - καινούριες επιστημονικές γνώσεις
- ↪ It shows deep insight into the human character.
- Δείχνει βαθιά γνώση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
- ↪ It gets a clear insight on the problems of young people.
- Παίρνει καθαρή εικόνα για τα προβλήματα των νέων.
- (μη μετρήσιμο) η διορατικότητα, η ικανότητα να βλέπω και να κατανοώ την αλήθεια για ανθρώπους ή καταστάσεις
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.