ενυδατώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενυδατώνω < εν- + (ελληνιστική κοινή) ὑδατόω / ὑδατῶ + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hydrater)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ni.ðaˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νυ‐δα‐τώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐υ‐δα‐τώ‐νω
Ρήμα
ενυδατώνω, αόρ.: ενυδάτωσα, παθ.φωνή: ενυδατώνομαι, π.αόρ.: ενυδατώθηκα, μτχ.π.π.: ενυδατωμένος
- αποκαθιστώ την ποσότητα ύδατος ή τα επίπεδα υγρασίας σε κάποιο χώρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενυδατώνω | ενυδάτωνα | θα ενυδατώνω | να ενυδατώνω | ενυδατώνοντας | |
| β' ενικ. | ενυδατώνεις | ενυδάτωνες | θα ενυδατώνεις | να ενυδατώνεις | ενυδάτωνε | |
| γ' ενικ. | ενυδατώνει | ενυδάτωνε | θα ενυδατώνει | να ενυδατώνει | ||
| α' πληθ. | ενυδατώνουμε | ενυδατώναμε | θα ενυδατώνουμε | να ενυδατώνουμε | ||
| β' πληθ. | ενυδατώνετε | ενυδατώνατε | θα ενυδατώνετε | να ενυδατώνετε | ενυδατώνετε | |
| γ' πληθ. | ενυδατώνουν(ε) | ενυδάτωναν ενυδατώναν(ε) |
θα ενυδατώνουν(ε) | να ενυδατώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενυδάτωσα | θα ενυδατώσω | να ενυδατώσω | ενυδατώσει | ||
| β' ενικ. | ενυδάτωσες | θα ενυδατώσεις | να ενυδατώσεις | ενυδάτωσε | ||
| γ' ενικ. | ενυδάτωσε | θα ενυδατώσει | να ενυδατώσει | |||
| α' πληθ. | ενυδατώσαμε | θα ενυδατώσουμε | να ενυδατώσουμε | |||
| β' πληθ. | ενυδατώσατε | θα ενυδατώσετε | να ενυδατώσετε | ενυδατώστε | ||
| γ' πληθ. | ενυδάτωσαν ενυδατώσαν(ε) |
θα ενυδατώσουν(ε) | να ενυδατώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενυδατώσει | είχα ενυδατώσει | θα έχω ενυδατώσει | να έχω ενυδατώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενυδατώσει | είχες ενυδατώσει | θα έχεις ενυδατώσει | να έχεις ενυδατώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ενυδατώσει | είχε ενυδατώσει | θα έχει ενυδατώσει | να έχει ενυδατώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενυδατώσει | είχαμε ενυδατώσει | θα έχουμε ενυδατώσει | να έχουμε ενυδατώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενυδατώσει | είχατε ενυδατώσει | θα έχετε ενυδατώσει | να έχετε ενυδατώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενυδατώσει | είχαν ενυδατώσει | θα έχουν ενυδατώσει | να έχουν ενυδατώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενυδατώνομαι | ενυδατωνόμουν(α) | θα ενυδατώνομαι | να ενυδατώνομαι | ||
| β' ενικ. | ενυδατώνεσαι | ενυδατωνόσουν(α) | θα ενυδατώνεσαι | να ενυδατώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ενυδατώνεται | ενυδατωνόταν(ε) | θα ενυδατώνεται | να ενυδατώνεται | ||
| α' πληθ. | ενυδατωνόμαστε | ενυδατωνόμαστε ενυδατωνόμασταν |
θα ενυδατωνόμαστε | να ενυδατωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ενυδατώνεστε | ενυδατωνόσαστε ενυδατωνόσασταν |
θα ενυδατώνεστε | να ενυδατώνεστε | (ενυδατώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ενυδατώνονται | ενυδατώνονταν ενυδατωνόντουσαν |
θα ενυδατώνονται | να ενυδατώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενυδατώθηκα | θα ενυδατωθώ | να ενυδατωθώ | ενυδατωθεί | ||
| β' ενικ. | ενυδατώθηκες | θα ενυδατωθείς | να ενυδατωθείς | ενυδατώσου | ||
| γ' ενικ. | ενυδατώθηκε | θα ενυδατωθεί | να ενυδατωθεί | |||
| α' πληθ. | ενυδατωθήκαμε | θα ενυδατωθούμε | να ενυδατωθούμε | |||
| β' πληθ. | ενυδατωθήκατε | θα ενυδατωθείτε | να ενυδατωθείτε | ενυδατωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ενυδατώθηκαν ενυδατωθήκαν(ε) |
θα ενυδατωθούν(ε) | να ενυδατωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ενυδατωθεί | είχα ενυδατωθεί | θα έχω ενυδατωθεί | να έχω ενυδατωθεί | ενυδατωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ενυδατωθεί | είχες ενυδατωθεί | θα έχεις ενυδατωθεί | να έχεις ενυδατωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ενυδατωθεί | είχε ενυδατωθεί | θα έχει ενυδατωθεί | να έχει ενυδατωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενυδατωθεί | είχαμε ενυδατωθεί | θα έχουμε ενυδατωθεί | να έχουμε ενυδατωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ενυδατωθεί | είχατε ενυδατωθεί | θα έχετε ενυδατωθεί | να έχετε ενυδατωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενυδατωθεί | είχαν ενυδατωθεί | θα έχουν ενυδατωθεί | να έχουν ενυδατωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ενυδατωμένος - είμαστε, είστε, είναι ενυδατωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ενυδατωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ενυδατωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ενυδατωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ενυδατωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ενυδατωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ενυδατωμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.