ὑδατόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑδατόω < αρχαία ελληνική ὕδωρ

Ρήμα

ὑδατόω (παθητική φωνή: ὑδατόομαι / ὑδατοῦμαι)

  1. (ελληνιστική κοινή) γεμίζω ένα χώρο με νερό
  2. (ελληνιστική κοινή) νερώνω (το κρασί)
  3. (ελληνιστική κοινή) (παθητική φωνή) πάσχω από υδρωπικία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.