ὑδατόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὑδατόω < αρχαία ελληνική ὕδωρ
Ρήμα
ὑδατόω (παθητική φωνή: ὑδατόομαι / ὑδατοῦμαι)
- (ελληνιστική κοινή) γεμίζω ένα χώρο με νερό
- (ελληνιστική κοινή) νερώνω (το κρασί)
- (ελληνιστική κοινή) (παθητική φωνή) πάσχω από υδρωπικία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.