localization

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
localization localizations

Ετυμολογία

localization (en) < localize

Ουσιαστικό

localization (en)

  • (πληροφορική) η προσαρμογή - μετατροπή των μηνυμάτων (η και άλλων χαρακτηριστικών) ενός προγράμματος σε τοπική γλώσσα (ή στους τοπικούς ιδιωματισμούς)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.