εντευκτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εντευκτήριο | τα | εντευκτήρια |
| γενική | του | εντευκτηρίου & εντευκτήριου |
των | εντευκτηρίων |
| αιτιατική | το | εντευκτήριο | τα | εντευκτήρια |
| κλητική | εντευκτήριο | εντευκτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εντευκτήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐντευκ(τήριον) +-τήριο (< αρχαία ελληνική ἔντευξις), απόδοση για την αγγλική meeting place ή από την γαλλική salon de réunion [1]
Ουσιαστικό
εντευκτήριο ουδέτερο
Αναφορές
- εντευκτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.