ἐνστερνίζομαι
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
Ετυμολογία
ἐνστερνίζομαι
<
ἐν
+
στέρνον
Ρήμα
ἐνστερνίζομαι
ενστερνίζομαι
ἐνστερνιζόμεθα
τὰ ἅγια δόγματα
(Mάρκος, μοναχός Σερρών (
16ος αι.
), Zήτησις περί βουλκολάκων, Σπ. Λάμπρος, NE 1 (1904),
σελ. 339
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.