ενστερνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενστερνισμός | οι | ενστερνισμοί |
| γενική | του | ενστερνισμού | των | ενστερνισμών |
| αιτιατική | τον | ενστερνισμό | τους | ενστερνισμούς |
| κλητική | ενστερνισμέ | ενστερνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενστερνισμός < ενστερνίζομαι + -μός < ελληνιστική κοινή ἐνστερνίζομαι
Μεταφράσεις
ενστερνισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.