ενοφθαλμισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενοφθαλμισμός οι ενοφθαλμισμοί
      γενική του ενοφθαλμισμού των ενοφθαλμισμών
    αιτιατική τον ενοφθαλμισμό τους ενοφθαλμισμούς
     κλητική ενοφθαλμισμέ ενοφθαλμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενοφθαλμισμός < (ελληνιστική κοινή) ἐνοφθαλμισμός < ἐνοφθαλμίζω < αρχαία ελληνική ἐν + ὀφθαλμός
για τον όρο της ιατρικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inoculation ή από την αγγλική inoculation[1]

Ουσιαστικό

ενοφθαλμισμός αρσενικό

  1. (βοτανική) μέθοδος εμβολιασμού των φυτών κατά την οποία ο καλλιεργητής χαράζει τον φλοιό ενός φυτού και τοποθετεί στη σχισμή ένα τμήμα από άλλο φυτό με οφθαλμό
  2. (ιατρική) εισαγωγή μικροβίων με τρόπο ανάλογο προς τον ενοφθαλμισμό στα φυτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.