εννοιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εννοιολογία | οι | εννοιολογίες |
| γενική | της | εννοιολογίας | των | εννοιολογιών |
| αιτιατική | την | εννοιολογία | τις | εννοιολογίες |
| κλητική | εννοιολογία | εννοιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εννοιολογία < έννοια + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semantics)
Μεταφράσεις
εννοιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.