εννοιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εννοιολογία οι εννοιολογίες
      γενική της εννοιολογίας των εννοιολογιών
    αιτιατική την εννοιολογία τις εννοιολογίες
     κλητική εννοιολογία εννοιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εννοιολογία < έννοια + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semantics)

Ουσιαστικό

εννοιολογία θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) σημασιολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.