ενθουσιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθουσιαστικός η ενθουσιαστική το ενθουσιαστικό
      γενική του ενθουσιαστικού της ενθουσιαστικής του ενθουσιαστικού
    αιτιατική τον ενθουσιαστικό την ενθουσιαστική το ενθουσιαστικό
     κλητική ενθουσιαστικέ ενθουσιαστική ενθουσιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθουσιαστικοί οι ενθουσιαστικές τα ενθουσιαστικά
      γενική των ενθουσιαστικών των ενθουσιαστικών των ενθουσιαστικών
    αιτιατική τους ενθουσιαστικούς τις ενθουσιαστικές τα ενθουσιαστικά
     κλητική ενθουσιαστικοί ενθουσιαστικές ενθουσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενθουσιαστικός < αρχαία ελληνική ἐνθουσιαστικός

Επίθετο

ενθουσιαστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.