κατενθουσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατενθουσιάζω < κατά + ενθουσιάζω
Συγγενικά
- κατενθουσιασμένος
- → δείτε τη λέξη ενθουσιάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατενθουσιάζω | κατενθουσίαζα | θα κατενθουσιάζω | να κατενθουσιάζω | κατενθουσιάζοντας | |
| β' ενικ. | κατενθουσιάζεις | κατενθουσίαζες | θα κατενθουσιάζεις | να κατενθουσιάζεις | κατενθουσίαζε | |
| γ' ενικ. | κατενθουσιάζει | κατενθουσίαζε | θα κατενθουσιάζει | να κατενθουσιάζει | ||
| α' πληθ. | κατενθουσιάζουμε | κατενθουσιάζαμε | θα κατενθουσιάζουμε | να κατενθουσιάζουμε | ||
| β' πληθ. | κατενθουσιάζετε | κατενθουσιάζατε | θα κατενθουσιάζετε | να κατενθουσιάζετε | κατενθουσιάζετε | |
| γ' πληθ. | κατενθουσιάζουν(ε) | κατενθουσίαζαν κατενθουσιάζαν(ε) |
θα κατενθουσιάζουν(ε) | να κατενθουσιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατενθουσίασα | θα κατενθουσιάσω | να κατενθουσιάσω | κατενθουσιάσει | ||
| β' ενικ. | κατενθουσίασες | θα κατενθουσιάσεις | να κατενθουσιάσεις | κατενθουσίασε | ||
| γ' ενικ. | κατενθουσίασε | θα κατενθουσιάσει | να κατενθουσιάσει | |||
| α' πληθ. | κατενθουσιάσαμε | θα κατενθουσιάσουμε | να κατενθουσιάσουμε | |||
| β' πληθ. | κατενθουσιάσατε | θα κατενθουσιάσετε | να κατενθουσιάσετε | κατενθουσιάστε | ||
| γ' πληθ. | κατενθουσίασαν κατενθουσιάσαν(ε) |
θα κατενθουσιάσουν(ε) | να κατενθουσιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατενθουσιάσει | είχα κατενθουσιάσει | θα έχω κατενθουσιάσει | να έχω κατενθουσιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατενθουσιάσει | είχες κατενθουσιάσει | θα έχεις κατενθουσιάσει | να έχεις κατενθουσιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατενθουσιάσει | είχε κατενθουσιάσει | θα έχει κατενθουσιάσει | να έχει κατενθουσιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατενθουσιάσει | είχαμε κατενθουσιάσει | θα έχουμε κατενθουσιάσει | να έχουμε κατενθουσιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατενθουσιάσει | είχατε κατενθουσιάσει | θα έχετε κατενθουσιάσει | να έχετε κατενθουσιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατενθουσιάσει | είχαν κατενθουσιάσει | θα έχουν κατενθουσιάσει | να έχουν κατενθουσιάσει |
| |
Μεταφράσεις
κατενθουσιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.