ενθουσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.θu.siˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐θου‐σι‐ά‐ζο‐μαι
Ρήμα
ενθουσιάζομαι, π.αόρ.: ενθουσιάστηκα, μτχ.π.π.: ενθουσιασμένος, (ενεργ.: ενθουσιάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ενθουσιάζω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.