ενζυμοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενζυμοπάθεια | οι | ενζυμοπάθειες |
| γενική | της | ενζυμοπάθειας | των | ενζυμοπαθειών |
| αιτιατική | την | ενζυμοπάθεια | τις | ενζυμοπάθειες |
| κλητική | ενζυμοπάθεια | ενζυμοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενζυμοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enzymopathy < γερμανική Εnzym < αρχαία ελληνική ἔν + ζύμη + πάσχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.