ενζυμολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενζυμολογία | οι | ενζυμολογίες |
| γενική | της | ενζυμολογίας | των | ενζυμολογιών |
| αιτιατική | την | ενζυμολογία | τις | ενζυμολογίες |
| κλητική | ενζυμολογία | ενζυμολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ενζυμολογία θηλυκό
- (χημεία, βιολογία) επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα ένζυμα και τις ιδιότητές τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.