ενεχυριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενεχυριάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεχυριάζω / ἐνεχυράζω[1] < αρχαία ελληνική ἐνέχυρον < φράση «ἐν ἐχυρῷ» [2] < ἐχυρός / ὀχυρός < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ- (έχω, κατέχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ne.çi.ɾiˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενεχυριάζω

Ρήμα

ενεχυριάζω, αόρ.: ενεχυρίασα, παθ.φωνή: ενεχυριάζομαι, π.αόρ.: ενεχυριάστηκα/ενεχυριάσθηκα, μτχ.π.π.: ενεχυριασμένος[3]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ενεχυριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ενέχυρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.