ενεχυριασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενεχυριασμός οι ενεχυριασμοί
      γενική του ενεχυριασμού των ενεχυριασμών
    αιτιατική τον ενεχυριασμό τους ενεχυριασμούς
     κλητική ενεχυριασμέ ενεχυριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενεχυριασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐνεχυριασμός / ἐνεχυρασμός

Ουσιαστικό

ενεχυριασμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.