ενεχυρίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενεχυρίαση | οι | ενεχυριάσεις |
| γενική | της | ενεχυρίασης* | των | ενεχυριάσεων |
| αιτιατική | την | ενεχυρίαση | τις | ενεχυριάσεις |
| κλητική | ενεχυρίαση | ενεχυριάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενεχυριάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενεχυρίαση < (ελληνιστική κοινή) ἐνεχυρίασις / ἐνεχυρασία
- ενεχυριασμός
- ενεχύραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.