ενεχυριάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενεχυριάστρια | οι | ενεχυριάστριες |
| γενική | της | ενεχυριάστριας | των | ενεχυριαστριών |
| αιτιατική | την | ενεχυριάστρια | τις | ενεχυριάστριες |
| κλητική | ενεχυριάστρια | ενεχυριάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενεχυριάστρια < ενεχυριαστής + -τρια
Μεταφράσεις
ενεχυριάστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.