ενδοθερμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοθερμικός | η | ενδοθερμική | το | ενδοθερμικό |
| γενική | του | ενδοθερμικού | της | ενδοθερμικής | του | ενδοθερμικού |
| αιτιατική | τον | ενδοθερμικό | την | ενδοθερμική | το | ενδοθερμικό |
| κλητική | ενδοθερμικέ | ενδοθερμική | ενδοθερμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοθερμικοί | οι | ενδοθερμικές | τα | ενδοθερμικά |
| γενική | των | ενδοθερμικών | των | ενδοθερμικών | των | ενδοθερμικών |
| αιτιατική | τους | ενδοθερμικούς | τις | ενδοθερμικές | τα | ενδοθερμικά |
| κλητική | ενδοθερμικοί | ενδοθερμικές | ενδοθερμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδοθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endothermic < αρχαία ελληνική ἔνδον + θερμός
Επίθετο
ενδοθερμικός
- (χημεία) χαρακτηριστικό χημικής αντίδρασης η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την απορρόφηση ενέργειας
- (ζωολογία) θερμόαιμος
- ※ Οι γραμμές αυτές εμφανίζονται επίσης στα σημερινά ψυχρόαιμα ερπετά όπως οι σαύρες ή οι κροκόδειλοι, αλλά σπανίως έχουν παρατηρηθεί στα οστά θερμόαιμων – ή ενδοθερμικών – ζώων με διαρκώς σταθερή και υψηλή θερμοκρασία, όπως τα θηλαστικά. (εφ. Το Βήμα, 27/6/2012)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ενδοθερμικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.