ενδιαφερόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδιαφερόμενος η ενδιαφερόμενη το ενδιαφερόμενο
      γενική του ενδιαφερόμενου της ενδιαφερόμενης του ενδιαφερόμενου
    αιτιατική τον ενδιαφερόμενο την ενδιαφερόμενη το ενδιαφερόμενο
     κλητική ενδιαφερόμενε ενδιαφερόμενη ενδιαφερόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδιαφερόμενοι οι ενδιαφερόμενες τα ενδιαφερόμενα
      γενική των ενδιαφερόμενων των ενδιαφερόμενων των ενδιαφερόμενων
    αιτιατική τους ενδιαφερόμενους τις ενδιαφερόμενες τα ενδιαφερόμενα
     κλητική ενδιαφερόμενοι ενδιαφερόμενες ενδιαφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδιαφερόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενδιαφέρω

Μετοχή

ενδιαφερόμενος

Ουσιαστικό

ενδιαφερόμενος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.