ενδεδυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδεδυμένος | η | ενδεδυμένη | το | ενδεδυμένο |
| γενική | του | ενδεδυμένου | της | ενδεδυμένης | του | ενδεδυμένου |
| αιτιατική | τον | ενδεδυμένο | την | ενδεδυμένη | το | ενδεδυμένο |
| κλητική | ενδεδυμένε | ενδεδυμένη | ενδεδυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδεδυμένοι | οι | ενδεδυμένες | τα | ενδεδυμένα |
| γενική | των | ενδεδυμένων | των | ενδεδυμένων | των | ενδεδυμένων |
| αιτιατική | τους | ενδεδυμένους | τις | ενδεδυμένες | τα | ενδεδυμένα |
| κλητική | ενδεδυμένοι | ενδεδυμένες | ενδεδυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδεδυμένος < αρχαία ελληνική ἐνδεδυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐνδύω
Μεταφράσεις
ενδεδυμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.