εναρμονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναρμονισμένος | η | εναρμονισμένη | το | εναρμονισμένο |
| γενική | του | εναρμονισμένου | της | εναρμονισμένης | του | εναρμονισμένου |
| αιτιατική | τον | εναρμονισμένο | την | εναρμονισμένη | το | εναρμονισμένο |
| κλητική | εναρμονισμένε | εναρμονισμένη | εναρμονισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναρμονισμένοι | οι | εναρμονισμένες | τα | εναρμονισμένα |
| γενική | των | εναρμονισμένων | των | εναρμονισμένων | των | εναρμονισμένων |
| αιτιατική | τους | εναρμονισμένους | τις | εναρμονισμένες | τα | εναρμονισμένα |
| κλητική | εναρμονισμένοι | εναρμονισμένες | εναρμονισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναρμονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εναρμονίζω
Μετοχή
εναρμονισμένος, -η, -ο
- που είναι ταιριαστός, αρμονικός σε σχέση με κάτι άλλο → δείτε τη λέξη εναρμονίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.