εναρμονίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εναρμονίζω < εναρμόνιος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική harmoniser)

Ρήμα

εναρμονίζω (παθητική φωνή: εναρμονίζομαι)

  1. κάνω κάτι να είναι αρμονικό και ταιριαστό σε σχέση με κάτι άλλο
  2. (μουσική) προσαρμόζω σε μουσική αρμονία κάποια μελωδία

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.