εναγκαλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναγκαλισμένος η εναγκαλισμένη το εναγκαλισμένο
      γενική του εναγκαλισμένου της εναγκαλισμένης του εναγκαλισμένου
    αιτιατική τον εναγκαλισμένο την εναγκαλισμένη το εναγκαλισμένο
     κλητική εναγκαλισμένε εναγκαλισμένη εναγκαλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναγκαλισμένοι οι εναγκαλισμένες τα εναγκαλισμένα
      γενική των εναγκαλισμένων των εναγκαλισμένων των εναγκαλισμένων
    αιτιατική τους εναγκαλισμένους τις εναγκαλισμένες τα εναγκαλισμένα
     κλητική εναγκαλισμένοι εναγκαλισμένες εναγκαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εναγκαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εναγκαλίζομαι

Μετοχή

εναγκαλισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εναγκαλίζομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.