εναγκαλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εναγκαλίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή [1] < ἐν (εν-) + ἀγκαλίζομαι < αρχαία ελληνική ἀγκάλη

Προφορά

ΔΦΑ : /e.naŋ.ɡaˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εναγκαλίζομαι
παλιότερος συλλαβισμός: εναγκαλίζομαι

Ρήμα

εναγκαλίζομαι, π.αόρ.: εναγκαλίστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (λόγιο) αγκαλιάζω
    Έτσι η υπόθεση τελειώνει κατ' ευχήν και οι δυο εχθροί εναγκαλίζονται αλλήλους. (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
  2. (λόγιο, μεταφορικά) αγαπώ, φέρομαι με στοργή
  3. (λόγιο, μεταφορικά) ενστερνίζομαι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αγκαλιά και αγκάλη

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.