αινέσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αινέσιμος η αινέσιμη το αινέσιμο
      γενική του αινέσιμου της αινέσιμης του αινέσιμου
    αιτιατική τον αινέσιμο την αινέσιμη το αινέσιμο
     κλητική αινέσιμε αινέσιμη αινέσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αινέσιμοι οι αινέσιμες τα αινέσιμα
      γενική των αινέσιμων των αινέσιμων των αινέσιμων
    αιτιατική τους αινέσιμους τις αινέσιμες τα αινέσιμα
     κλητική αινέσιμοι αινέσιμες αινέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αινέσιμος < αινώ + -ιμος

Επίθετο

αινέσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.