εμφυτευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφυτευμένος η εμφυτευμένη το εμφυτευμένο
      γενική του εμφυτευμένου της εμφυτευμένης του εμφυτευμένου
    αιτιατική τον εμφυτευμένο την εμφυτευμένη το εμφυτευμένο
     κλητική εμφυτευμένε εμφυτευμένη εμφυτευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφυτευμένοι οι εμφυτευμένες τα εμφυτευμένα
      γενική των εμφυτευμένων των εμφυτευμένων των εμφυτευμένων
    αιτιατική τους εμφυτευμένους τις εμφυτευμένες τα εμφυτευμένα
     κλητική εμφυτευμένοι εμφυτευμένες εμφυτευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφυτευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμφυτεύω

Μετοχή

εμφυτευμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εμφυτεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.