εμφυτεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμφυτεύω < εμ- + φυτεύω

Ρήμα

εμφυτεύω

  1. (οδοντιατρική) τοποθετώ οδοντικά εμφυτεύματα
  2. (κοσμητική ιατρική) τοποθετώ πρόσθετα μαλλιά όταν υπάρχει αλωπεκία
  3. (γενετική ιατρική) τοποθετώ ωάριο στη μήτρα, κατά την τεχνητή γονιμοποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.