εμφυτεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εμφυτεύω
- (οδοντιατρική) τοποθετώ οδοντικά εμφυτεύματα
- (κοσμητική ιατρική) τοποθετώ πρόσθετα μαλλιά όταν υπάρχει αλωπεκία
- (γενετική ιατρική) τοποθετώ ωάριο στη μήτρα, κατά την τεχνητή γονιμοποίηση
Μεταφράσεις
εμφυτεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.