εμφιαλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφιαλωμένος η εμφιαλωμένη το εμφιαλωμένο
      γενική του εμφιαλωμένου της εμφιαλωμένης του εμφιαλωμένου
    αιτιατική τον εμφιαλωμένο την εμφιαλωμένη το εμφιαλωμένο
     κλητική εμφιαλωμένε εμφιαλωμένη εμφιαλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφιαλωμένοι οι εμφιαλωμένες τα εμφιαλωμένα
      γενική των εμφιαλωμένων των εμφιαλωμένων των εμφιαλωμένων
    αιτιατική τους εμφιαλωμένους τις εμφιαλωμένες τα εμφιαλωμένα
     κλητική εμφιαλωμένοι εμφιαλωμένες εμφιαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφιαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμφιαλώνω

Μετοχή

εμφιαλωμένος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.