εμπύρετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπύρετος η εμπύρετη το εμπύρετο
      γενική του εμπύρετου της εμπύρετης του εμπύρετου
    αιτιατική τον εμπύρετο την εμπύρετη το εμπύρετο
     κλητική εμπύρετε εμπύρετη εμπύρετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπύρετοι οι εμπύρετες τα εμπύρετα
      γενική των εμπύρετων των εμπύρετων των εμπύρετων
    αιτιατική τους εμπύρετους τις εμπύρετες τα εμπύρετα
     κλητική εμπύρετοι εμπύρετες εμπύρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπύρετος < (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπύρετος. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εμ- + πυρετ(ός) + -ος

Επίθετο

εμπύρετος, -η, -ο

  1. (ιατρική) αυτός που έχει πυρετό
    και σήμερα ο ασθενής συνεχίζει να είναι εμπύρετος
  2. αυτός που συνοδεύεται με πυρετό
    εμπύρετη νόσος, εμπύρετο νόσημα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.