εμποροπλοίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εμποροπλοίαρχος | οι | εμποροπλοίαρχοι |
| γενική | του/της του |
εμποροπλοιάρχου εμποροπλοίαρχου |
των | εμποροπλοιάρχων |
| αιτιατική | τον/την | εμποροπλοίαρχο | τους/τις τους |
εμποροπλοιάρχους εμποροπλοίαρχους |
| κλητική | εμποροπλοίαρχε | εμποροπλοίαρχοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμποροπλοίαρχος < εμπορο- + πλοίαρχος
Ουσιαστικό
εμποροπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (ναυτικός όρος) πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού
- (παρωχημένο) (ναυτικός όρος) ιδιοκτήτης πλοιάριου και συγχρόνως καπετάνιος του, που εμπορεύεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.