εμποροπλοίαρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εμποροπλοίαρχος οι εμποροπλοίαρχοι
      γενική του/της
του
εμποροπλοιάρχου
εμποροπλοίαρχου
των εμποροπλοιάρχων
    αιτιατική τον/την εμποροπλοίαρχο τους/τις
τους
εμποροπλοιάρχους
εμποροπλοίαρχους
     κλητική εμποροπλοίαρχε εμποροπλοίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμποροπλοίαρχος < εμπορο- + πλοίαρχος

Ουσιαστικό

εμποροπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού
  2. (παρωχημένο) (ναυτικός όρος) ιδιοκτήτης πλοιάριου και συγχρόνως καπετάνιος του, που εμπορεύεται

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.