εμποδιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμποδιστής οι εμποδιστές
      γενική του εμποδιστή των εμποδιστών
    αιτιατική τον εμποδιστή τους εμποδιστές
     κλητική εμποδιστή εμποδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εμποδιστής

Ετυμολογία

  1. εμποδιστής < εμπόδιο + -ιστής
  2. εμποδιστής < αρχαία ελληνική ἐμποδιστής < ἐμποδίζω < ἐν + πούς

Ουσιαστικό

εμποδιστής αρσενικό (θηλυκό: εμποδίστρια)

  1. (αθλητισμός) ο αθλητής που αγωνίζεται στο αγώνισμα δρόμου μετ’ εμποδίων
  2. (παρωχημένο) αυτός που εμποδίζει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.