εμποδίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμποδίστρια οι εμποδίστριες
      γενική της εμποδίστριας των εμποδιστριών
    αιτιατική την εμποδίστρια τις εμποδίστριες
     κλητική εμποδίστρια εμποδίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμποδίστρια < εμποδιστής + -τρια

Ουσιαστικό

εμποδίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  εμποδιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.