εμποδισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμποδισμένος η εμποδισμένη το εμποδισμένο
      γενική του εμποδισμένου της εμποδισμένης του εμποδισμένου
    αιτιατική τον εμποδισμένο την εμποδισμένη το εμποδισμένο
     κλητική εμποδισμένε εμποδισμένη εμποδισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμποδισμένοι οι εμποδισμένες τα εμποδισμένα
      γενική των εμποδισμένων των εμποδισμένων των εμποδισμένων
    αιτιατική τους εμποδισμένους τις εμποδισμένες τα εμποδισμένα
     κλητική εμποδισμένοι εμποδισμένες εμποδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμποδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμποδίζω ,εμποδίζομαι

Μετοχή

εμποδισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εμποδίζομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.