εμπνευστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπνευστής οι εμπνευστές
      γενική του εμπνευστή των εμπνευστών
    αιτιατική τον εμπνευστή τους εμπνευστές
     κλητική εμπνευστή εμπνευστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπνευστής < εμπνέω + -τής

Ουσιαστικό

εμπνευστής αρσενικό (θηλυκό: εμπνεύστρια)

  1. αυτός που εμπνέει
  2. αυτός που κάτι έχει εμπνευστεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.