εμπνευστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμπνευστής | οι | εμπνευστές |
| γενική | του | εμπνευστή | των | εμπνευστών |
| αιτιατική | τον | εμπνευστή | τους | εμπνευστές |
| κλητική | εμπνευστή | εμπνευστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εμπνευστής αρσενικό (θηλυκό: εμπνεύστρια)
- αυτός που εμπνέει
- αυτός που κάτι έχει εμπνευστεί
Μεταφράσεις
εμπνευστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.