εμπλεκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπλεκόμενος | η | εμπλεκόμενη | το | εμπλεκόμενο |
| γενική | του | εμπλεκόμενου | της | εμπλεκόμενης | του | εμπλεκόμενου |
| αιτιατική | τον | εμπλεκόμενο | την | εμπλεκόμενη | το | εμπλεκόμενο |
| κλητική | εμπλεκόμενε | εμπλεκόμενη | εμπλεκόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπλεκόμενοι | οι | εμπλεκόμενες | τα | εμπλεκόμενα |
| γενική | των | εμπλεκόμενων | των | εμπλεκόμενων | των | εμπλεκόμενων |
| αιτιατική | τους | εμπλεκόμενους | τις | εμπλεκόμενες | τα | εμπλεκόμενα |
| κλητική | εμπλεκόμενοι | εμπλεκόμενες | εμπλεκόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
εμπλεκόμενος, -η, -ο
- που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
- για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων
Μεταφράσεις
εμπλεκόμενος
|
|
Ουσιαστικό
εμπλεκόμενος αρσενικό
- εκείνος που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
- για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.