εμπλεκόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπλεκόμενος η εμπλεκόμενη το εμπλεκόμενο
      γενική του εμπλεκόμενου της εμπλεκόμενης του εμπλεκόμενου
    αιτιατική τον εμπλεκόμενο την εμπλεκόμενη το εμπλεκόμενο
     κλητική εμπλεκόμενε εμπλεκόμενη εμπλεκόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπλεκόμενοι οι εμπλεκόμενες τα εμπλεκόμενα
      γενική των εμπλεκόμενων των εμπλεκόμενων των εμπλεκόμενων
    αιτιατική τους εμπλεκόμενους τις εμπλεκόμενες τα εμπλεκόμενα
     κλητική εμπλεκόμενοι εμπλεκόμενες εμπλεκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπλεκόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εμπλέκω

Μετοχή

εμπλεκόμενος, -η, -ο

  1. που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
    για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

εμπλεκόμενος αρσενικό

  1. εκείνος που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
    για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.