εμπλέκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπλέκω < αρχαία ελληνική ἐμπλέκω < ἐν + πλέκω

Ρήμα

εμπλέκω, παθητικό εμπλέκομαι

  • προκαλώ την ενεργητική συμμετοχή κάποιου σε μια υπόθεση, διαδικασία κ.λπ.
    ο δάσκαλος πρέπει να έχει την ικανότητα να εμπλέκει τα παιδιά στη διαδικασία της μάθησης
  • ανακατεύω (κάποιον) σε υπόθεση, διαδικασία κ.λπ. που συχνά εξελίσσεται αρνητικά
    προσπάθησαν να τον εμπλέξουν στην υπόθεση εκβιασμού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.